- αθεάτριστος
- -η, -ο [θεατρίζομαι]αυτός που δεν παρακολούθησε ή δεν συνηθίζει να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις, που δεν συχνάζει στο θέατροστη μεταγενέστερη αρχαιότητα και ο μη θεατρικός, ταπεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθεάτριστος — η, ο αυτός που δε συχνάζει στο θέατρο, δεν παρακολουθεί θεατρική παράσταση: Αποφάσισαν να πάνε στο θέατρο, γιατί είχαν μείνει αθεάτριστοι πολύ καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)